Πως βγήκαν ιστορικές φράσεις που ακόμη και σήμερα χρησιμοποιούμε στον καθημερινό μας λόγο
Πόσες φορές δεν έχουμε χρησιμοποιήσει τούτες τις φράσεις , πόσες φορές δεν έχουμε «βγει από τα ρούχα μας» ειδικά όταν « μας πνίγει ο θυμός » και είναι σαν να « άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς» και πόσες « χυλόπιτες έχουμε φάει» ; Φράσεις που πίσω έχουν ένα ιστορικό υπόβαθρο, που αγνοούμε.
« Βγήκε από τα ρούχα του »
Όταν ο Ιούλιος Καίσαρας θύμωνε με κάποιον, προτού τον μαλώσει, έλεγε τρεις φορές απ' έξω το λατινικό αλφάβητο. Έτσι, όταν τελείωνε, τα νεύρα του ήταν ήσυχα και μπορούσε να μιλήσει με ηρεμία. Κάποτε, που κάποιος φίλος του τον ειρωνεύτηκε άσχημα γι' αυτό, ο Ιούλιος Καίσαρας σήκωσε το χέρι του και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Ο φίλος του, που δεν περίμενε κάτι τέτοιο, τον ρώτησε για ποιο λόγο του φέρθηκε τόσο βάρβαρα.
« Απλούστατα, αποκρίθηκε εκείνος, γιατί δεν είπα τρεις φορές το αλφάβητό μου κι έτσι δεν μπόρεσα να κρατήσω τα νεύρα μου».
Αλλά και οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το θυμό με διάφορες εκφράσεις. Έλεγαν: "Ουδέν οργής ειδικώτερον", "θυμού κράτει" * κι ένα σωρό άλλα σχετικά.
Ο φιλόσοφος Αθηνόδωρος πάλι, όταν γέρασε και θέλησε ν' αποσυρθεί από την αυλή του αυτοκράτορα Αυγούστου, του είπε καθώς τον αποχαιρετούσε: "Ενθυμού, Καίσαρ, ίνα θυμωμένος ων, μη λέγης η πράττης τι η διακεκριμένως επαναλάβης όλα τα γράμματα του αλφαβήτου". Τότε όμως ο Κλαύδιος - πρωτοξάδελφος του Αυγούστου, αγράμματος - που άκουσε τη συμβουλή, ρώτησε τον Αθηνόδωρο, τι έπρεπε να κάνει, όταν αυτός θύμωνε, αφού δεν ήξερε να πει το αλφάβητο.
«…Εσύ, απάντησε ο φιλόσοφος, αφού δεν ξέρεις γράμματα, να κάνεις κάτι άλλο: Να βγαίνεις απ' τα ρούχα σου και να παίρνεις ένα παγωμένο λουτρό…»
Η φράση: "να βγαίνεις απ' τα ρούχα σου" έκανε τόση εντύπωση τότε, ώστε όπου πήγαινε κανείς και όπου στεκόταν, την άκουγε. Και φυσικά διατηρήθηκε ως τις μέρες μας για όποιον είναι θυμωμένος πάρα πολύ .
Υπάρχει ακόμα μια ερμηνεία για φράση που έχει σχέση με τον θυμό « Τον πνίγει ο θυμός του»:
Κάποτε ο Κιθαιρώνας, όταν ήταν άνθρωπος, συναντήθηκε με την Οργή, που του έμαθε τι αποτελέσματα έχει ο θυμός, λέει ένας μύθος. Από τότε ο οξύθυμος νέος δεν έκανε τίποτ' άλλο παρά να τσακώνεται με τ' αγρίμια. Μια μέρα, μάλιστα, μάλωσε και με την ίδια την Οργή, οπότε αυτή βγάζει απότομα το τσεμπέρι της, τραβά μια τρίχα από τα μαλλιά της και του την πετάει. Η κάθε τρίχα όμως των μαλλιών της ήταν κι ένα φίδι, και τούτη δω, τυλίχτηκε στο λαιμό του Κιθαιρώνα και τον έπνιξε. Γι' αυτό από τότε λέει ο κόσμος για τον κάθε οξύθυμο, πως τον "πνίγει ο θυμός του". Έτσι οι αρχαίοι πρόγονοί μας έλεγαν: "Θυμού κράτει" δηλαδή , κυριάρχησε το θυμό σου, πνίξε τον εσύ στις αρχές του.
« Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς…»
Είναι μια φράση που ξεκίνησε από παροιμία που στηρίζεται στο παρακάτω περιστατικό :
Στους χρόνους του Όθωνα, υπήρχε ένας γνωστός κουρελιάρης τύπος: ΟΜανώλης Μπατίνος. Δεν υπήρχε κανείς στην Αθήνα που να μην τον γνωρίζει, μα και να μην τον συμπαθεί. Οι κάτοικοι του έδιναν πολλές φορές κανένα παντελόνι ή κανένα σακάκι, αλλά αυτός δεν καταδέχονταν να τα πάρει, γιατί δεν ήταν ζητιάνος. Ήταν…ποιητής, ρήτορας και φιλόσοφος . Στεκόταν σε μια πλατεία και αράδιαζε ότι του κατέβαινε. Κάποτε λοιπόν έτυχε να περάσει από εκεί ο Ιωάννης Κωλέττης. Ο Μανώλης τον πλησίασε και τον ρώτησε, αν έχει το δικαίωμα να βγάλει λόγο …στη Βουλή. Ο Κωλέττης του είπε ότι θα του έδινε ευχαρίστως άδεια αν πετούσε από πάνω του τα παλιόρουχα που φορούσε κι έβαζε άλλα της ανθρωπιάς. Την άλλη μέρα ο Μανώλης παρουσιάστηκε στην πλατεία με τα ίδια ρούχα, αλλά τα είχε γυρίσει ανάποδα και φορούσε τα μέσα έξω. Ο κόσμος τον κοιτούσε έκπληκτος. Και τότε άκουσε αυτούς τους στίχους από το στόμα του Μανώλη Μπατίνου:
«Άλλαξε η Αθήνα όψη, σαν μαχαίρι δίχως κόψη,
πήρε κάτι απ’ την Ευρώπηκαι ξεφούσκωσε σαν τόπι.
Άλλαξαν χαζοί και κούφοι και μας κάναν κλωτσοσκούφι.
Άλλαξε κι ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς ».
« Έφαγε τη χυλόπιτα…»
Από τα πολύ παλιά χρόνια στην Ελλάδα τα γιατροσόφια έδιναν και έπαιρναν. Από το 1800 όμως ως το 1860, περίπου ο «κομπογιαννιτισμός» είχε σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Η αλήθεια είναι ότι πολλοί από τους κομπογιαννίτες αυτούς αναδείχθηκαν θαυμάσιοι πρακτικοί γιατροί και έκαναν αληθινά θαύματα σε καιρούς, μάλιστα επιδημιών του « μαύρου θανατικού», δηλαδή της πανούκλας. Ήταν θαρραλέοι άνθρωποι, ανθρωπιστές και θυσιάζονταν πραγματικά, για να σώσουν τον άλλον. Τέτοιος ήταν ο Μικές Τζαννής, από τη Ζάκυνθο, οΠαύλος Δάνης από το Αιτωλικό και ο Μηνάς Κρυστάλλης από την Άρτα. Ο λαός τους σεβόταν και τους θεωρούσε Αγίους. Ανάμεσά όμως , σ αυτούς υπήρξαν και οι διάφοροι επιτήδειοι που προσπαθούσαν με ψευτοπράγματα να κάνουν δήθεν, καλά, εκείνους που ζητούσαν τη βοήθειά τους. Ένας κομπογιαννίτης π.χ. που έμεινε ξακουστός για τις αγυρτείες του, ήταν ο Παρθένης Νένιμος που έζησε γύρω στα 1815. Για αυτόν λέγεται ότι έστειλε πολλούς Αρβανίτες στον άλλο κόσμο, θέλοντας να δοκιμάσει τα φάρμακά του , πάνω τους. Μια από τις συνταγές του, πάντως , ήταν ο χυλός από σιτάρι, ψημένος στον φούρνο μαζί με μπαχαρικά που την έδινε στους βαριά ερωτευμένους. Αυτοί που αγαπούσαν , χωρίς να αγαπιούνται για να τους περάσει ο καημός, έπρεπε να φάνε από την πίτα αυτή τρία πρωινά συνέχεια, τελείως νηστικοί.
Αυτό το περίφημο γιατροσόφι βγήκε η φράση που έμεινε στην ιστορία : «Έφαγε τη χυλόπιτα ».
Πηγές :
3.000 λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, Τάκη Νατσούλη, εκδ. Σμυρνιωτάκης
Lifo.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας...