Η ευτυχία πηγάζει από μια ισορροπημένη προσέγγιση που μας κάνει να σκεφτόμαστε με τρυφερότητα το παρελθόν, να απολαμβάνουμε το παρόν και να έχουμε όνειρα για το μέλλον, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.
Επιστήμονες από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, με επικεφαλής τον δρα Ράιαν Χάουελ, διευθυντή του Εργαστηρίου Προσωπικότητας & Ευεξίας, ανακάλυψαν πως όσοι έχουν αυτού του είδους την «ισορροπημένη προσέγγιση του χρόνου» αισθάνονται πιο ζωντανοί, πιο ευγνώμονες και πιο ικανοποιημένοι από τη ζωή τους.
Τα ευρήματά τους δημοσιεύονται στην διαδικτυακή έκδοση της επιθεώρησης «Journal of Happiness Studies».
«Εάν ένας άνθρωπος βασίζεται πολύ σε μία από τις συνιστώσες του χρόνου, αυτή τον κυριεύει και μπορεί να τον οδηγήσει σε καταστροφικές συμπεριφορές», δήλωσε ο δρ Χάουελ. «Το καλύτερο είναι να υπάρχει ισορροπία ανάμεσα σε παρελθόν, παρόν και μέλλον».
Αν και μοιάζει προφανές πως θα είναι ευτυχέστεροι όσοι έχουν θετική άποψη για το παρελθόν τους, απολαμβάνουν το παρόν και έχουν στόχους για το μέλλον, ο δρ Χάουελ είπε πως το αίσθημα της ευεξίας εξαρτάται από την ισορροπία ανάμεσα σε αυτά τα τρία στοιχεία.
«Για να αντιμετωπίσει κανείς ό,τι συμβαίνει στη ζωή του, πρέπει να έχει νοητική ευλυγισία», είπε. «Αυτός πιθανώς είναι ο λόγος που ευτυχέστεροι είναι όσοι έχουν καλά ισορροπημένη χρονική αντίληψη».
Και εξήγησε πως ασφαλώς είναι υπέροχο να έχει κανείς καλές αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία, αλλά αν περνάει πολύ χρόνο αναπολώντας τες, χάνει στιγμές του παρόντος.
Αντίστοιχα, μπορεί κανείς να έχει θαυμάσια όνειρα για το μέλλον, αλλά δεν τον ωφελεί να ονειρεύεται και να χάνει το παρόν. Ούτε μπορεί να νιώθει ευτυχισμένος όταν απλώς θέλει «να σταματήσει» το χρόνο για να μην χάσει τις καλές στιγμές που τώρα ζει, επειδή δεν έχει κάτι άλλο να ονειρευτεί για το μέλλον.
Το γενικό συμπέρασμα της μελέτης είναι πως πρέπει να συμφιλιωθούμε με το παρελθόν μας και να κρατήσουμε τις καλές στιγμές, να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να απολαμβάνουμε τις καλές στιγμές του παρόντος και να προσδοκάμε κάτι από το μέλλον, κατά τον δρα Χάουελ.