
σχηματίσει κάποιος στο μυαλό του την εικόνα - μια αίθουσα γεμάτη κυρίως πιτσιρικάδες-λάτρεις του γκραφίτι - ο εν λόγω κύριος στα 57 του θα μπορούσε να είναι ο μπαμπάς κάποιου εξ αυτών.

Το 1971 οι «New York Times» τού αφιερώνουν ένα εκτενές άρθρο. Είναι μόλις 17 ετών. «Δεν αισθάνομαι σπουδαίος», δηλώνει. «Οι άλλοι με κάνουν σαν να είναι κάποιος. Ξέρουν ότι έκανα την αρχή», έλεγε χωρίς να αισθάνεται ενοχές που εκείνη την εποχή χρειάστηκε να διατεθούν 300.000 δολάρια και 80.000 εργατοώρες για να σβηστούν τα ίχνη του - κι άλλων γκραφιτάδων - από τους σταθμούς του Μετρό.«Δεν θα συνταξιοδοτηθώ ποτέ», έλεγε τότε κρατώντας τον μαρκαδόρο στο χέρι. Δεν κράτησε τον λόγο του. Παντρεύτηκε, νοικοκυρεύτηκε, άφησε πίσω του το παρελθόν. Και δεν θα το ξέθαβε ίσως αν ο ειδικός στην ιστορία του γκραφίτι, γκραφιτάς κι ο ίδιος, Ρότζερ Γκάσμαν δεν τον εντόπιζε, δεν του ζητούσε να προλογίσει το βιβλίο, το οποίο παρουσιάστηκε προ ημερών και συνυπογράφει με τον Κάλεμπ Νίλον, και δεν τον έπειθε να δημιουργήσει μια ιστοσελίδα με την ιστορία του μέσω της οποίας πουλά πολλαπλά των έργων του σε περιορισμένο αριθμό προς 75 δολάρια.«Το έκανα επειδή δεν είχα τι άλλο να κάνω και μου ήταν εύκολο. Απλώς σκότωνα τον χρόνο μου», λέει σήμερα.παλιότερη συνέντευξηπηγή τα νέα , φώτο από taki183.net
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας...